περιχωρώ

περιχωρώ
-έω, ΝΜΑ [περίχωρος]
θεολ. α) (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στα άλλα δύο πρόσωπα («κιρναμένων ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω δὴ καὶ τῶν κλήσεων καὶ περιχωρουσῶν εἰς ἀλλήλας τῷ λόγῳ τῆς συμφυΐας», Γρηγ. Ναζ.)
β) (για τη θεία και την ανθρώπινη φύση τού Χριστού) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στην άλλη φύση και ταυτόχρονα τήν περιέχω («διὰ τῆς σαρκώσεως ἑνοῡνται αἱ δύο φύσεις... καὶ περιχωροῡσιν ἐν ἀλλήλαις, ἡ δὲ περιχώρησις ἐκ τῆς θεότητος γίνεται», Ιωάνν. Δαμ.)
μσν.-αρχ.
προχωρώ ολόγυρα, πηγαίνω εδώ κι εκεί («σὺ περιχώρει λαβὼν τήν χέρνιβα», Αριστοφ.)
αρχ.
1. περιστρέφομαι
2. μεταβαίνω, περιέρχομαι διαδοχικά από τον έναν στον άλλο («ἡ δὲ βασιληΐη αὐτοῡ περιχωρέοι ἐς Δαρεῑον», Δίων Κάσσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιχώρῳ — περίχωρος round about a place masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • окрьстьныи — (17) пр. Окрестный, соседний: нъ и тѣмъ областьныимъ еп(с)помъ и окрьстьныимъ митрополитомъ… повиньнѹ быти отинѹдь (τοῖς πέριξ μητροπολίταις) КЕ XII, 286; въ •в҃• мь свитцѣ •в҃• рыхъ кнiгъ. в немьже о ересехъ. которыѧ суть окр(с)тныi ереси. КР… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • περιχώρηση — η / περιχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [περιχωρώ] θεολ. 1. η συνύπαρξη τών τριών προσώπων τής Αγίας Τριάδος μέσα σ αυτήν, το ότι η θεία φύση υπάρχει σε τρεις υποστάσεις, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα 2. η συνύπαρξη στον Ιησού Χριστό τής θείας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”