- περιχωρώ
- -έω, ΝΜΑ [περίχωρος]θεολ. α) (για τα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στα άλλα δύο πρόσωπα («κιρναμένων ὥσπερ τῶν φύσεων, οὕτω δὴ καὶ τῶν κλήσεων καὶ περιχωρουσῶν εἰς ἀλλήλας τῷ λόγῳ τῆς συμφυΐας», Γρηγ. Ναζ.)β) (για τη θεία και την ανθρώπινη φύση τού Χριστού) συνυπάρχω, χωρώ μέσα στην άλλη φύση και ταυτόχρονα τήν περιέχω («διὰ τῆς σαρκώσεως ἑνοῡνται αἱ δύο φύσεις... καὶ περιχωροῡσιν ἐν ἀλλήλαις, ἡ δὲ περιχώρησις ἐκ τῆς θεότητος γίνεται», Ιωάνν. Δαμ.)μσν.-αρχ.προχωρώ ολόγυρα, πηγαίνω εδώ κι εκεί («σὺ περιχώρει λαβὼν τήν χέρνιβα», Αριστοφ.)αρχ.1. περιστρέφομαι2. μεταβαίνω, περιέρχομαι διαδοχικά από τον έναν στον άλλο («ἡ δὲ βασιληΐη αὐτοῡ περιχωρέοι ἐς Δαρεῑον», Δίων Κάσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.